Δελφικόν

Δελφικόν
Δελφικός
Delphi
masc acc sg
Δελφικός
Delphi
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • FRATERNITAS — titulus honorarius, quo utebantur Regg. cum ad alios Reges scribebant. Luithprand. in Legat. Sed et optimam amicitiae arrabonam fraternitati tuae nunc Dominus contulit. Α᾿δελφότης, apud Menandrum Protector. Sed et Epp. ac ceteri e Clero codem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια …   Dictionary of Greek

  • Κωρύκειον — Όνομα δύο σπηλαίων της αρχαιότητας. 1. Σπήλαιο στον Παρνασσό, το οποίο ταυτίζεται με το σημερινό Σαρανταύλι ή Σαραύλι. Οφείλει την ονομασία του στη νύμφη Κωρύκε(ι)α, με την οποία ο Απόλλωνας απέκτησε τον Λυκωρέα. Ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”